- μπαράζ
- τοάκλ.1. μτφ. α) υπερένταση τών δυνάμεων, μεγάλη προσπάθεια πριν από τον τελικό στόχοβ) καταιγισμός («μπαράζ επικρίσεων»)2. φρ. «αγώνας μπαράζ» — αθλητικός αγώνας ανάμεσα σε δύο ομάδες που ισοψηφούν, κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει αποκλείεται από το έπαθλο ή δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στις επόμενες φάσεις τής ίδιας διοργάνωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. barrage «φράγμα» < ρ. barrer «φράζω» < barre «φράγμα, σύρτης» < λατ. barra].
Dictionary of Greek. 2013.